ἐπαιγίζοντα

ἐπαιγίζοντα
ἐπαιγίζοντα
ἐπαιγίζω
rush upon: pres part act neut nom /voc /acc pl
ἐπαιγίζω
rush upon: pres part act masc acc sg
ἐπαιγίζω
rush upon: pres part act neut nom /voc /acc pl
ἐπαιγίζω
rush upon: pres part act masc acc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπαιγίζοντα — ἐπαιγίζω rush upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαιγίζω rush upon pres part act masc acc sg ἐπαιγίζω rush upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαιγίζω rush upon pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”